- γωνιογράφος
- ο(ναυτ.), όργανο με το οποίο μετρούν τις γωνίες πλεύσης στο ναυτικό χάρτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.